καταθλῶ

καταθλῶ
καταθλάω
crush in pieces
pres imperat mp 2nd sg
καταθλάω
crush in pieces
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
καταθλάω
crush in pieces
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
καταθλάω
crush in pieces
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
καταθλάω
crush in pieces
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
καταθλάω
crush in pieces
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
καταθλέω
wrestle down
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
καταθλέω
wrestle down
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
κατᾱθλῶ , καταθλέω
wrestle down
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
κατᾱθλῶ , καταθλέω
wrestle down
pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταθλώ — (I) καταθλῶ, άω (Α) 1. κατασυντρίβω, σπάζω σε πολλά κομμάτια 2. ευνουχίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θλῶ «σπάζω»]. (II) καταθλῶ, έω (Α) 1. καταβάλλω, νικώ κάποιον 2. εξουσιάζω 3. ασκώ, γυμνάζω 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) οἱ κατηθληκότες (για… …   Dictionary of Greek

  • θλω — (Α θλῶ, άω) 1. συντρίβω, σπάζω, τσακίζω νεοελλ. φρ. «τεθλασμένη γραμμή» η γραμμή που σύγκειται από πολλές ευθείες οι οποίες συνδέονται γωνιωδώς και επομένως αποτελείται από ευθεία που θραύεται κατ επανάληψη αρχ. 1. (για φωνή) σχίζω τ αφτιά,… …   Dictionary of Greek

  • καταθλαδία — καταθλαδία, ἡ (Α) φρ. «καταθλαδία ποινή» η ποινή τού ευνουχισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταθλῶ με τη σημασία «ευνουχίζω». Πρβλ. θλαδιώ «ευνουχίζω» και θλαδίας «ευνούχος» < θλῶ] …   Dictionary of Greek

  • συγκαταθλώ — άω, Α κατασυντρίβω μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταθλῶ (Ι) «κατασυντρίβω, σπάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”